- ἀποκρουστική
- ἀποκρουστικόςable to drive offfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀποκρουστικῇ — ἀποκρουστικός able to drive off fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Kostas Karyotakis — Kostas Karyotakis, Selbstporträt Kostas Karyotakis (griechisch Κώστας Καρυωτάκης, * 30. Oktober 1896 in Tripolis; † 21. Juli 1928 in Preveza) war ein griechischer … Deutsch Wikipedia
απαισιόμορφος — η, ο αυτός που έχει απαίσια, αποκρουστική μορφή … Dictionary of Greek
βδελυρία — βδελυρία, η (Α) [βδελυρός] 1. αποκρουστική, κτηνώδης διαγωγή 2. ναυτία, τάση προς έμετο … Dictionary of Greek
βρομούσα — Κοινή ονομασία ορισμένων ειδών ημιπτέρων εντόμων. Το είδος codophila varia είναι πολύ συνηθισμένο στην Ελλάδα και η ονομασία του οφείλεται στην αποκρουστική και επίμονη μυρωδιά του που αποτελεί εξαιρετικά αποτελεσματικό μέτρο προστασίας εναντίον… … Dictionary of Greek
δυσπρόσωπος — δυσπρόσωπος, ον (Α) αυτός που έχει αποκρουστική όψη … Dictionary of Greek
δυσωδία — η (AM δυσωδία) 1. άσχημη μυρωδιά, κακοσμία 2. ανηθικότητα νεοελλ. φρ. «βρόμα και δυσωδία» α) αποκρουστική ακαθαρσία και κακοσμία β) αηδιαστική ανηθικότητα … Dictionary of Greek
ειδέχθεια — εἰδέχθεια, η (Α) [ειδεχθής] αποκρουστική όψη … Dictionary of Greek
εκτρωματικός — ή, ό (Μ ἐκτρωματικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έκτρωμα ή στην έκτρωση, που μοιάζει με έκτρωμα 2. αυτός που προκαλεί αποκρουστική εντύπωση, ο τερατώδης μσν. ο πρόωρα γεννημένος … Dictionary of Greek
εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… … Dictionary of Greek